- κοφτός
- -ή, -ό (Α κοπτός, -ή, -όν) [κόπτω]κομμένος («κοφτό μακαρονάκι»)νεοελλ.1. αυτός που γίνεται με κοπή ή τομή («κοφτές βεντούζες»)2. φρ. «κοφτά λόγια» — σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα λόγιαβ) «κοφτή κουταλιά» — κουταλιά όχι πολύ γεμάτη, περιεχόμενο κουταλιού που δεν ξεπερνά το χείλος τουαρχ.1. κοπανισμένος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κοπτήμικρή αρωματική παστίλια που χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο διεγερτικό ή κατά τής δυσπεψίας3. φρ. «κοπτή σησαμίς» ή, απλώς, «κοπτή» — πίτα από κοπανισμένο σησάμι.επίρρ...κοφτά1. κομμένα2. φρ. «ορθά κοφτά» — απερίφραστα, χωρίς ελιγμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Κοφτός < κοπτός (< κόπτω) με τροπή τού συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. ράπτης > ράφτης)].
Dictionary of Greek. 2013.